δίσκελος

δίσκελος
-η, -ο
διχαλωτός, με δύο σκέλη: Στήριξε το λυγισμένο δεντράκι όρθιο μ’ ένα δίσκελο ξύλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δισκελής — ές και δίσκελος, η, ο (Μ δισκελής, ές) αυτός που έχει δύο σκέλη, διχαλωτός 2. (για προτάσεις) αυτή που αποτελείται από δύο σκέλη, διμελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σκέλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”